ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Wednesday, October 31, 2012

Και τ άστραν όντες επορπάτεσαν, έι ρίζαμ...





Τραπεζούντα. Τοιχογραφίες της παλιάς πόλης στο Meydan
Μια πολύ συγκινητική κι αναπάντεχη εικόνα στην καρδιά της Τραπεζούντας με την παλιά πόλη να ζωντανεύει στους τοίχους της νέας!
Την υπέροχη σειρά τοιχογραφιών που είναι εμπνευσμένη από παλιές καρτ ποστάλ μπορεί κανείς να απολαύσει πάνω από το νέο πάρκο του Μειντάν, ακριβώς μετά τη γέφυρα.

ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΡΕΣΒΕΙΑ


ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ



Χρόνια έρθαν κι επέρασαν, καιροί έρθαν και πάγνε

και η καμπάνα το τρανόν, αναμέν…, δίχως γλώσσαν…

 Εμπαίν’ αέρας και βοά, άνεμος και μουγκρίζει

εμπαίν’νε ευχάς και τραγωδεί, μπαίν’νε κατάρας κλαίει,

 Εμπαίν’νε και τ’ ορώματα τ’ ημέρας και τη νύχτας,

και κρούει… και κλαίει… και τραγωδεί και θλίφκεται ο Κόσμον…

O Πόντον'μουν εχάθεν


Που'θεν πουλί κι κελαειδή

ο ήλιον ξάι κε φάνθε
μαύρο χαμπάρ επέραμε
ο Πόντον'μουν εχάθεν.

Φεύ'νε μανάδες με μωρά

σασιρεμένα φεύνε
κι ξέρνε που κες να παγνέ
αχπαρεμένα τρέχνε.

Κλόσκουμε μάνα, οπίς τερώ

το σπίτα'μου κι φένταν
εκάαν τα χωρία μου
φωτιά καπνός ένταν.

Που είναι ο κύρη'μ, ο αδερφό'μ

τεμέτερα παιδία
επέθαναν ε σο ρασίν
ατοί χωρίς ταφία.

Γραιάδες κλαίγνε,

μοιρολογούν, μοιρολογούν
με την ψυ'να τουν και λέγνε:

Τον Πόντο'μουν επέρανε,

σα σέρα τουν επέμνεν
ναίλι εμάς

Ο Πόντον'μουν εχάθεν.

Ελάτε να σώσουμε τη γλώσσα μας




Η υπέροχη Ποντιακή ομιλία είναι ζωντανή εδώ και 3000 χρόνια, μεταδιδόμενη μόνον από στόμα σε στόμα μέσω των γενεών. Η μοίρα το θέλησε να είναι οι μέρες μας το λυκόφως μιας από τις αρχαιότερες γλώσσες του πλανήτη. Εμείς που την ακούσαμε, τη γνωρίσαμε και την αγαπήσαμε ας μη βάλουμε ένα ακόμη λιθαράκι στο μνήμα της λησμονιάς της. Σίγουρα αξίζουν πολλά ευχαριστώ στου Ποντίους λόγιους που προσπαθούν να την καταγράψουν. Δυστυχώς όμως μια γλώσσα γεννιέται και υπάρχει όσο αυτή μιλιέται. Μετά απλά μπαίνει στο χρονοντούλαπο τη ς Ιστορίας.  Ας την μάθει λοιπόν η μάνα στην κόρη κι ο πατέρας στο γιο. Ας μιλήσει κι ο φίλος στο φίλο με την λαλιά των παππούδων μας. Σε απλά Ποντιακά, ας καλατσεύομεν, βρε αδελφέ!
Στις μέρες μας υπάρχουν ακόμη άτομα που αμφισβητούν το ιστορικό βάθος της ποντιακής διαλέκτου. Τα 3000-ιστορικά-χρόνια που μιλιούνται τα ποντιακά τους φαντάζουν υπερβολικά πολλά.

Αν και η απαρχή της υπόστασης του Πόντου -που είναι υπόθεση πολλών περισσοτέρων από των παραδεκτών 3 χιλιάδων χρόνων- χάνεται στα βάθη των αιώνων συναντούμενη τόσο στους μύθους του Πήγασου και των παιδιών της Νεφέλης όσο και στην Αργοναυτική εκστρατεία και τις πρώτες εγκαταστάσεις των Ελλήνων στα μέρη αυτά ευθύς αμέσως μετά τον Τρωικό πόλεμο (1100 π.Χ.), η καθαυτό ι σ τ ο ρ ί α του διαφαίνεται από τις αρχές του Η’ π.Χ. αιώνα με την ίδρυση της Σινώπης από Μιλήσιους αποίκους το 785 π.Χ. και αργότερα των άλλων πόλεων: Τραπεζούντας (756 π.Χ.), Κερασούντος (700 π.Χ.), Αμισού (Σαμψούντας 600 π.Χ.), Κοτυώρων (Ορντού), Τριπόλεως κλπ.
 Σε όλη τη μακρόχρονη διάρκεια της ζωής του (1100 π.Χ. –1922 μ.Χ.), ένα διάστημα 3.000 χρόνων δηλαδή, ο Πόντος υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα τμήματα του ελληνικού έθνους, στο οποίο ο ελληνισμός της περιοχής αυτής τόσο στα χρόνια της αρχαιότητας και του Μ. Αλεξάνδρου όσο και της ρωμαιοκρατίας και του Βυζαντίου και αυτής της τουρκοκρατίας (1461–1922) δεν έπαυσε να διατηρεί αλώβητη την εθνική του συνείδηση και ακμαίο και υπερήφανο το εθνικό του φρόνημα με ακλόνητη την πίστη στις ακατάλυτες προγονικές του παραδόσεις. Επί 3000 ιστορικά (υπάρχουν και τα προ- ιστορικά που δε υπολογίζονται) χρόνια οι Έλληνες του Πόντου διατήρησαν την ελληνική γλώσσα, στη μορφή της ποντιακής διαλέκτου, στην οποία απαντώνται στοιχεία της αρχαίας ελληνικής (ιωνικής) προφοράς.

Για να μην ξεχνάμε το πόσο σημαντική είναι η γλώσσα, η κουλτούρα και ο πολιτισμός μας ας θυμηθούμε την περίφημη σχετική δήλωση Henry Kissinger :


«The Greek people are anarchic and difficult to tame. For this reason we must strike deep into their cultural roots: Perhaps then we can force them to conform. I mean, of course, to strike at their language, their religion, their cultural and historical reserves, so that we can neutralize their ability to develop, to distinguish themselves, or to prevail; thereby removing them as an obstacle to our strategically vital plans in the Balkans, the Mediterranean, and the Middle East"
Henry Kissinger

"
Οι Έλληνες είναι αναρχικοί και δύσκολα κουμαντάρονται. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να χτυπήσουμε βαθιά μέσα στις πολιτισμικές τους ρίζες: έτσι ίσως καταφέρουμε να τους αναγκάσουμε να συμβιβαστούν. Εννοώ βέβαια να χτυπήσουμε την γλώσσα τους, την θρησκεία τους, τα πολιτισμικά και ιστορικά αποθέματα, έτσι ώστε να ουδετεροποιήσουμε την δυνατότητα τους να αναπτύσσονται, να διακρίνουν τους εαυτούς τους, ή να αποδεικνύουν ότι μπορούν να νικούν, έτσι ώστε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια στα στρατηγικώς απαραίτητα σχέδια μας στα Βαλκάνια, την Μεσόγειο, και την Μέση Ανατολή"
Henry Kissinger

Σεπτέμβρης του 1974
Ουάσινγκτον

Η Τραπεζούντα


(Καστρότειχα της Τραπεζούντας. Φωτογραφικό αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών.)

Τραπεζούντα, η καλλίστη των πόλεων, "εν τη εώα πασών αρίστη", "θεόσωστη και θεοσυντήρητη".
Αποικία της Σινώπης από τον 7ο αι. π.Χ, σταυροδρόμι εμπορικών χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων, ορμητήριο των βυζαντινών στρατευμάτων, κέντρο διοικητικής περιφέρειας, πυρήνας αυτονομιστικών κινημάτων, πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας, [4] η πόλη της Τραπεζούντας, διαγράφει μια αδιάκοπη και επίπονη ιστορική πορεία, γεννά αγίους, μάρτυρες, θρυλικούς ήρωες, ένδοξους αυτοκράτορες, σοφούς λογίους. Η καίρια γεωγραφική της θέση - βρίσκεται στην αρχή του δρόμου του μεταξιού και είναι η μοναδική είσοδος από τα νοτιοανατολικά παράλια του Ευξείνου Πόντου στο εσωτερικό της Ασίας προς τη Βαγδάτη και την Περσία –την αναδεικνύει σε σπουδαίο οικονομικό και εμπορικό κέντρο με συνακόλουθη οικιστική και πολιτιστική ανάπτυξη. Στα μέσα του 19 ου αιώνα, είναι το σπουδαιότερο πνευματικό και οικονομικό κέντρο του Ποντιακού Ελληνισμού. Είναι η πρωτεύουσα του βιλαετιού [5] Τραπεζούντος που έχει έκταση: 31.300 τ.χμ και αποτελείται από τέσσερα σαντζάκια: αυτό της Τραπεζούντας, του Τζανίκ (Αμισός), του Λαζιστάν και του Κιουμούς-χανέ.


(Δαφνούντα. Το λιμάνι της Τραπεζούντας. 1901. Φωτογραφικό αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών.)

Ο ελληνικός πληθυσμός της Τραπεζούντας αποτελεί περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της και ασχολείται  κυρίως με το εμπόριο, τις τέχνες και τη ναυσιπλοΐα. Στην Τραπεζούντα οι Μεγάλες Δυνάμεις διατηρούν προξενεία και γραφεία όλες οι ατμοπλοϊκές εταιρείες. Τεράστιοι όγκοι προϊόντων μεταφέρονται με τα καραβάνια μέσω του αμαξιτού δρόμου Τραπεζούντας –Ερζερούμ- Περσίας από το λιμάνι της προς το εσωτερικό της Ασίας και αντίστροφα. Οι Τραπεζούντιοι έμποροι διαθέτουν εμπορικά υποκαταστήματα και πρακτορεία μεταφορών στη Ρωσία, την Περσία, την Κωνσταντινούπολη, τη Μασσαλία, την Αγγλία και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ευρώπης.

( Ο τραπεζίτης Άλκης Καπαγιαννίδης με ανωτέρους υπαλλήλους της τράπεζας του. Φωτογραφικό αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών)
Η Τραπεζούντα μέχρι τον 1869 ελέγχει το 40% του εμπορίου της Περσίας και το διαμετακομιστικό εμπόριο αποφέρει περίπου 200.000.000 φράγκα κέρδος το χρόνο, ενώ όπως αναφέρει ο μητροπολίτης  Τραπεζούντος Χρύσανθος, οι τρεις μεγάλοι τραπεζικοί και εμπορικοί οίκοι Καπαγιαννίδη αδελφών Φωστηρόπουλου και Θεοφυλάκτου-Λεοντίδου δεσπόζουν της όλης οικονομικής ζωής της χώρας μέχρι Βατούμ και Θεοδοσιουπόλεως. Από τις 5 τράπεζες της πόλης οι τρεις ανήκουν σε Ποντίους τραπεζίτες ενώ στις υπόλοιπες δύο των Αθηνών και της Οθωμανικής τράπεζας την πλειοψηφία των μετοχών είχαν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι.
                                                            

(Εκδρομή στην Τραπεζούντα. Φωτογραφικό αρχείο επιτροπής Ποντιακών Μελετών)

Η οικονομική ευμάρεια οδηγεί στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της Τραπεζούντος και τη δημιουργία αστικής τάξης . Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί για την αποφυγή πάσας παρανόησης ότι ο όρος αστική τάξη που χρησιμοποιήθηκε παραπάνω δεν εμπεριέχει το νοητικό σχήμα της αρχής-εξουσίας. Η τάξη  αυτή των εμπόρων, τραπεζιτών κτλ  που προέρχεται από τις μειονότητες και με το καθεστώς των διομολογήσεων δρα στην ουσία ως διεκπεραιωτής του εμπορίου ανάμεσα στην εκβιομηχανιζόμενη Ευρώπη και την υπανάπτυκτη οθωμανική αυτοκρατορία -μιας και οι Ευρωπαίοι ως ξένοι είναι ανεπιθύμητοι - εξαρτιέται οικονομικά από την Δύση  και εσωτερικά  δεν έχει την εύνοια της Πύλης. Έτσι, δεν μπορεί να γίνει σοβαρά λόγος ότι αποτελεί τμήμα της άρχουσας τάξης, αφού στέκει ξεκρέμαστη μέσα στον χώρο άσκησης εξουσίας της Οθωμανικής  επικράτειας. Μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι βρίσκεται τρόπον τινά, επικεφαλής της κοινωνικής πυραμίδας των μειονοτήτων.
Το στοιχείο όμως που μας ενδιαφέρει είναι ότι έχουμε μια ανερχόμενη αστική τάξη, πρόθυμη να συνεισφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Tο γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την συχνή επαφή των Τραπεζουνταίων με τη Κωσταντινούπολη, την Αθήνα, τη Σμύρνη και την Ευρώπη, οδηγεί σε μια εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση με ανοδική πορεία και εντυπωσιακή κατάληξη. Ιδρύονται θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και αξιόλογοι επιστήμονες στέλνονταν για ειδίκευση στην Ελλάδα [6] και σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης για να μεταφέρουν  επιστρέφοντας στην πατρίδα, την επιστημονική γνώση.


(  Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Φωτογραφικό αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών)

Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας [7] που είχε ιδρύσει το 1682 ο μεγάλος Τραπεζούντιος δάσκαλος του Γένους Σεβαστός Κυμινήτης [8] παίζει σημαντικό ρόλο στην πνευματική και ηθική ανάπλαση των Ελληνοποντίων και στην ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης, όπως και η ίδρυση του Τυπογραφείου της πόλης, το 1880.
Πυρήνα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των Ελλήνων της Τραπεζούντας  κατά τον 19 και στις  αρχές του 20 ου αιώνα αποτελεί η ορθόδοξη Μητρόπολη Τραπεζούντος, η οποία δρα και ως διαμεσολαβητής- διεκπεραιωτής της εξουσίας της Πύλης προς τους υπόδουλους χριστιανούς.  De jure και de facto η εκκλησία είναι η ανώτερη τάξη μέσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς και σε αγαστή συνεργασία με την ανερχόμενη αστική τάξη προβαίνει στη δημιουργία ή την ενίσχυση τόσο εκπαιδευτικών όσο και κοινωφελών αλλά και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και συλλόγων, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο αλληλεγγύης που διακατέχει την Ποντιακή κοινωνία.

Στιγμές στο Χρόνο και στη Μνήμη από μια Γενοκτονία ενός λαού αίμα και ρίζα Ελληνικού




Geschrieben von: Επιμέλεια: Λένα Σ. Σαββίδου Εφημερίδα Σελ. 6-7   
1Μέσα από μία σειρά άρθρων υπό τον γενικό τίτλο: «Στιγμές στο Χρόνο και στη Μνήμη από μια Γενοκτονία ενός λαού αίμα και ρίζα Ελληνικού» ευελπιστούμε να παρουσιάσουμε στους αναγνώστες μας, πτυχές ενός από τα μεγαλύτερα και μέχρι προσφάτως αποσιωπημένα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Αυτού της εξολόθρευσης των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, με έμφαση στους διωγμούς που υπέστησαν οι Ελληνικής καταγωγής Χριστιανικοί Ποντιακοί πληθυσμοί στις αρχές του 20 ου αι. από τους Νεότουρκους.
1921. Πόντος. (Ψευδο)Δικαστήρια Ανεξαρτησίας Αμάσειας.

 Η αρχή του Τέλους.

1Η επιστολή
Κυριακή 7 του Σεπτέμβρη του θεαρέστου έτους 1921. Φυλακές Τιμμιρχανέ. Αμάσεια. Πόντος.    Ο έγκλειστος εργοστασιάρχης Αλέξανδρος Ακριτίδης  κοινωνεί στην αγαπημένη του σύζυγο, Κλειώ, τις τελευταίες του σκέψεις:
Φωτο (Επιστολή μελλοθάνατου Αλέξανδρου Ακριτίδη, εμπόρου Τραπεζούντας. Αρχείο της Αδελφότητας Κρωμναίων Καλαμαριάς. Πηγή: http://thalassa-karadeniz.mylivepage.com/.) 
1921  7βρ  5 Κυριακή
Γλυκυτάτη μου Κλειώ
 Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι' αγχόνης θάνατος.
 
Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε  σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε.
Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή.
Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ.
Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις.
Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε.
Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου
ο υμέτερος
Αλ. Γ. Ακριτίδης

Ο Τόπος ο Χρόνος και η Ιστορία…

_2Φωτο (Καρτ ποστάλ εποχής. Αρχείο Στέργιου Π. Θεοδωρίδη.)
  
           Αμάσεια η από το 281 π.χ. ιδρυμένη.  Περσικός οίκος των Mιθριδατών, των ιδρυτών του Βασιλείου του Πόντου. Πρωτεύουσα του Δυτικού Πόντου  στους Βυζαντινούς χρόνους με την ονομασία Ελλενόποντος. Πατρίδα του Στράβωνα και γνωστή για τους λαξευτούς στα βράχια, τάφους της. Ολόγυρα της στέκουν θεόρατα βουνά, τη χωρίζει στα δύο ο Ίρις ποταμός και την ενώνουν  έξι  μεγάλες, από πελεκητή πέτρα γέφυρες . Πλούσια γη. Γνωστή για το άφθονο στάρι και το φίνο μετάξι. Αρχές του 20 αι η πόλη ακμάζει και το Ελληνικό στοιχείο πρωτοστατεί στην ακμή της. Στην πόλη λειτουργεί Νηπιαγωγείο και εξατάξιο Γυμνάσιο. Προστάτης  της ο Άγιος Θεόδωρος ο Τύρων και τελευταίος της Μητροπολίτης  ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Έδρα του φημισμένο Υπαίθριου Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας  του γνωστό ως "istiklal mahkemew" που στήθηκε στους χώρους της πρώην Γαλλικής Σχολής.
Η διεθνής κατακραυγή για τη γενοκτονία των Αρμενίων που έχει προηγηθεί οδηγεί το νέο τουρκικό καθεστώς από τη μια να προσπαθεί να προσδώσει νομική υπόσταση στην γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών κι από την άλλην να την κρύψει από τα βλέμματα των Ευρωπαίων που διαβιούν στις παράλιες πόλεις της Μαύρης θάλασσας. Έτσι η Αμάσεια από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1921 γίνεται τόπος εγκλεισμού και θανάτου για την πολιτική οικονομική και πνευματική ηγεσία του Ποντιακού Ελληνισμού. Για πέντε μήνες το τρελλοκομείο της πόλης μετατρέπεται σε φυλακή τους και πολλοί από τους εκεί μεταφερθέντες πεθαίνουν κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού .Ο τύφος θερίζει τον ανθό του Ποντιακού ελληνισμού πριν παραδώσει ότι απέμεινε από αυτόν στην κρίση του περιβόητου δικαστή Εμίν Μπέη, ενός ανθρώπου φανατισμένου και αμόρφωτου που διορίζεται « με πρόφαση την καταδίωξη των δημιουργών του Ποντιακού ζητήματος, αλλά ουσιαστικά με σκοπό την καταστροφή του άνθους των ομογενών του Πόντου, δηλαδή των εμπόρων, δικηγόρων, γιατρών, φαρμακοποιών, δασκάλων, ιερέων, δημοσιογράφων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο δάσκαλος και δημοσιογράφος Γεώργιος Κανδηλάπτης Κάνεως.


 Το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου
 Φωτο
-3Ξημέρωμα της 7η Σεπτεμβρίου 1921.
Στα υγρά κελιά των φυλάκων Τιμιρχανέ κανείς δεν κοιμάται. Κάποιοι γράφουν στις οικογένειες τους, άλλοι συντάσσουν διαθήκες, προσφωνήσεις και ενθαρρυντικοί λόγοι από φίλους άλλων περιοχών διαβάζονται, δάκρυα στα μάτια κυλούν, νοσταλγικές εικόνες κατακλύζουν τη μνήμη και βαραίνουν την ατμόσφαιρα. Καμία αμφιβολία δεν υπάρχει πλέον. Το τέλος για κάποιους έρχεται. Κάποιοι πρέπει να φύγουν πρώτοι.
Νωρίς το απόγευμα οι κρατούμενοι οδηγούνται στην αίθουσα του δικαστηρίου για να τους ανακοινωθεί η καταδικαστική απόφαση:
«Επειδή αποδείχθηκε ότι οι παρόντες και κάποιοι από τους απόντες σκέφτονταν και ενεργούσαν να ιδρύσουν Δημοκρατία του Πόντου, αποσπώντας μεγάλο τμήμα του Οθωμανικού Κράτους, από την Τραπεζούντα μέχρι το Ζογκουλδάκ και προς το εσωτερικό μέχρι τη Σεβαστεία καταδικάζονται 69 προύχοντες στον δι' αγχόνης θάνατον, 15 ερήμην εις θάνατον, 7 σε 15ετή δεσμά, των δε μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Ορφεύς επικυρώνεται η υπό του Στρατοδικείου επιβληθείσα ποινή, και οι υπόλοιποι σε πρόσκαιρα δεσμά στη Σεβάστεια μέχρι το τέλος του πολέμου».
Σάλος στην αίθουσα από τις διαμαρτυρίες των καταδικασθέντων. Οι δικαστές αποχωρούν και οι στρατιώτες προσπαθούν με τη βία να επιβάλλουν την τάξη.
Πίσω στις φυλακές ο διευθυντής αναγνώθει τα ονόματα των καταδικασθέντων. Ο Ιωάννης Ανταβαλόγλου, βλέποντας το γιό του να καλείται και μη έχοντας ακούσει το δικό του όνομα, φωνάζει τούρκικα:
«Μπέντα βάριμ!» (Κι εγώ είμαι) και τρέχει να ενωθεί μαζί με τους μελλοθάνατους.
Ο πρωτοσύγκελος Πλάτων δίνει τα λίγα χρήματα που έχει μαζί του καθως και το ρολόι του στους συγκρατούμενους του Βαλιούλη και Σερέφα που θα συνεχίσουν για λίγες ημέρες ακόμη να παραμένουν ζωντανοί . Βλέπει τα δάκρυα τους και τους μαλώνει: «Τι ποιείτε κλαίοντες και συνθρύπτοντές μου την καρδίαν; Αποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν της πίστεως και του έθνους κατά τον χριστιανικόν τούτον διωγμόν του εικοστού αιώνος»

Μετά το ξεχώρισμα των ομάδων οι μελλοθάνατοι κινούν για την πτέρυγα που έχει ετοιμαστεί γι αυτούς. Ο εκ Τραπεζούντος δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης βλέποντας τους να ξεμακραίνουν σαν μία παρέα αναφωνεί «Κρίμα να χάσω μίαν τέτοια ευκαιρία εθνικής πανηγύρεως!»
Στο δρόμο προς τα κελιά η ομάδα των μελλοθάνατων βλέπει τους στρατιώτες να στήνουν τα ικριώματα που την επομένη θα φιλοξενήσουν τα σώματα τους. Το ηθικό τους όμως δεν πέφτει και κανείς δεν λιποψυχά.
Η νύχτα τους βρίσκει να προσεύχονται για τελευταία φορά στο Θεό, να τραγουδούν τραγούδια της Μαύρης Θάλασσας και να ζητωκραυγάζουν υπέρ του έθνους. Λίγο πριν το ξημέρωμα ψάλλουν οι ίδιοι την νεκρώσιμη ακολουθία τους και αλληασπαζόμενοι ξεκίνουν για να συναντήσουν το θάνατο.


8η Σεπτεμβρίου 1921 .

-4Φωτο
Όρθου βαθέως και η μαρτυρική πορεία ξεκινά με επικεφαλής τον γέροντα αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Στο στήθος του καρφιτσωμένη η απόφαση για τη θανατική καταδίκη. Οδηγούμενοι ο ένας μετά τον άλλο ανέρχονται στο ικρίωμα και απαγχονίζονται. Συγκλονιστική στιγμή η μεταθανάτιος απογύμνωση των πτωμάτων και το πέταγμα αυτών σε παρακείμενο λάκκο. Οι σύζυγοι του Ιατρού Χρυσαφίδη και του φαρμακοποιού Δημητριάδη καθώς και η σύζυγος του μουσικοδιδασκάλου Διογένους, Χαρίκλεια έχουν φθάσει στην Αμάσεια και παρακολουθούν από μακριά την εκτέλεση των αγαπημένων του προσφέροντας το δάκρυ και το μοιρολόι τους νεκρική σπονδή στους άταφους νεκρούς.

Τα θύματα

-5Φωτο .
Ο περιοδεύον ευαγγελιστής Προυσαεύς συγκλονιστικά αφηγείται: «Η πόλις της Αμάσειας ήτο η ωραιοτέρα και θελκτικοτέρα πόλις του Πόντου. Αλλά κατά το διάστημα της εκεί διαμονής του δικαστηρίου της ανεξαρτησίας ήλλαξεν επί τοσούτον, ώστε εφαίνετο ως μια νεκρόπολις και παρουσίαζεν όψιν λίαν άγριαν και τρομακτικήν. Διότι παντού, εις όλας τας χριστιανικάς συνοικίας ηκούοντο θρήνοι και οιμωγαί και οπουδήποτε έστρεφε τις το βλέμμα αυτού άλλο ουδέν έβλεπεν, ειμή απηγχονισμένους ανθρώπους ανηρτημένους εδώ και εκεί ανά τας οδούς και τας πλατείας της πόλεως. Μάλιστα υπήρξεν ημέραν, καθ' ην μόνο εις την πλατείαν της κυβερνήσεως - κατά μήκος της όχθης του Ίριδος ποταμού- είχον απηγχονισθεί περί τους 70 καταδίκους. Οι θανατοθέντες επίσημοι άνδρες, μόνον εκ των παραλίων του Πόντου, υπό του δικαστηρίου τούτου της ανεξαρτησίας, ανήρχοντο όλοι ομού εις 1500 τον αριθμόν».

 Ανάμεσά τους, ο πρώην βουλευτής Τραπεζούντος, Ματθαίος Ι. Κωφίδης, ο εργοστασιάρχης Αλέξανδρος Γ. Ακριτίδης, ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Εποχή» της Τραπεζούντας Νίκος Καπετανίδης, ο Αρχιμανδρίτης Πλάτων Ν. Αιβαζίδης, ο Π. Παπαδόπουλος, διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας, καθηγητές του Αμερικανικού Κολεγίου της Μερζιφούντας «Ανατόλια» ένας παιδονόμος καθώς και μαθητές του ίδιου κολλεγίου.

12

Φωτο (Καρτ ποστάλ εποχής. Αρχείο Στέργιου Π. Θεοδωρίδη.)

Wednesday, October 10, 2012

T HE PONTIC DIALECT

The Pontic dialect developed from the Ancient Greek dialect and originated from the Greeks who colonized the Pontus region (current day north eastern Turkey) in the 8th century BC.  Today, Pontic is spoken mainly by Pontic Greeks who reside in Greece and who were forced from Pontus in 1923 as a result of the Treaty of Lausanne. The dialect is also used in northeastern Turkey (Pontus) today by a small number of people.  In this region the dialect is referred to as Romeika or Romeyka. The dialect is also used by Pontic Greeks who reside in the diaspora.
All forms of Greek (with one exception) derive from the ‘Hellenistic Koine' (meaning common language) which developed throughout the Greek speaking world in areas such as Greece, parts of the Balkans, southern Italy and Sicily, Asia Minor and parts of the Middle East and North Africa., from the 4th century BC to the 4th century AD. This Greek generally superceded the Ancient Greek dialect which came before it.
Owing to it's geographic isolation from the remainder of the Greek speaking world, and accompanied by the Seljuk Turk invasions into Asia Minor around the 11th century, the dialect spoken by the Pontians took on a path of it's own, and started to differ considerably from the remainder of the Greek speaking world. Therefore, the Pontic dialect may seem unintelligible to a mainland Greek, but it is actually a form of the same Greek dialect which was spoken at some stage in the wider Greek speaking world but had since died out there.
The Pontic dialect spoken in Pontus therefore not only kept many medieval features, but it was also influenced by other languages in the Pontus, most notably Turkish, since Pontus was administratively within the Ottoman Empire and since many in the Pontus region also spoke Turkish. The Pontic dialect may also exhibit influences of Persian and other Caucasian languages.
Peter Mackridge in his article titled The Pontic dialect: A corrupt version of Ancient Greek? writes - "Linguistically speaking, Pontic shares so much in common with standard Greek that it would be absurd not to see it as another dialect of Modern Greek". Mackridge also quotes Dawkins (1937:24) who states that - "The position of Pontic is at the end of a long chain of (Greek) dialects, though it is the last link which has very nearly entirely detached itself".
A question often arises as to whether Pontic is a dialect or a language in itself. Whilst the answer may be based on linguistic interpretation, it is worth noting that the Pontic dialect was taught in schools to Pontic Greeks of the USSR during the 1930's. An assortment of publications then followed between 1930 and 1934 in particular. The dialect has been used in the arts (namely theatre) before and after 1917, and is still being used in this sphere today.
In conclusion, the Pontic dialect whilst spoken and used today in various ways and forms, faces an uphill battle when it comes to surviving in it's current form. While the possibility of teaching the dialect within Pontus today, seems near on impossible due to Turkey's strict laws on the running of Greek language schools, the future most probably lies within Greece where the majority of it's speakers reside.

References:
Further Reading

Οι ελληνόφωνοι Πόντιοι στην Τουρκία

Διχασμένοι ανάμεσα στην αγάπη για τη μητρική τους γλώσσα και τους περιορισμούς της εθνοτικής τους ταυτότητας
Του Vahit Tursun*
Τον περασμένο Φεβρουάριο η τουρκική εφημερίδα «Ραντικάλ» δημοσίευσε ολοσέλιδο άρθρο του Vahit Tursun, ελληνόφωνου από την περιοχή Οφη Τραπεζούντας, με τίτλο «Τα Ρωμαίικα της Ανατολής πεθαίνουν». Το άρθρο αναφερόταν στο χωριό Οτσενα της Τραπεζούντας, όπου ένας πανάρχαιος πολιτισμός -ο ελληνικός- ψυχορραγεί και μία γλώσσα -η ελληνική- αργοσβήνει (αναδημοσιεύθηκε στην «Κ» της 4ης Μαρτίου 2007). Στις 11 Νοεμβρίου η εφημερίδα φιλοξένησε νέο άρθρο του Tursun, με τίτλο «Το τίμημα της γλώσσας», στο οποίο ο αρθρογράφος μιλάει για τα αισθήματα που προκαλεί το γεγονός, ότι έπρεπε από μικρός να καταπνίγει τη γλώσσα, που έμαθε, όπως και τα συναισθήματά του. Στην ουσία θίγει το θέμα των ελληνόφωνων μουσουλμάνων στην Τουρκία.
Για το θέμα ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης τονίζει: Η μετάβαση ελληνόφωνων ομάδων από το χριστιανικό θρησκευτικό σύστημα στο ισλαμικό, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα θέμα άγνωστο για τη νεοελληνική επιστήμη. Το φαινόμενο αυτό είχε εμφανιστεί σ΄ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Από την Κύπρο και την Πελοπόννησο έως την Hπειρο και τον Πόντο. Σήμερα, όμως, η δημόσια εμφάνιση όσων από τις ομάδες αυτές επιβιώνουν, διευρύνει το ερευνητικό ενδιαφέρον.
Η βιβλιογραφική και αρθρογραφική παρουσία των ελληνόφωνων ομάδων της Τουρκίας είναι πλέον γεγονός. Η αρχή έγινε πριν μερικά χρόνια με την Tanju Izbek, η οποία έλαβε το Βραβείο Ιπεκτσί για μια νουβέλα της στο κρητικό ιδίωμα, όπως αυτό μιλιέται σήμερα στην περιοχή της Gunda (τα παλιά Μοσχονήσια). Πιθανότατα, σύμφωνα με το τουρκικό περιοδικό Actuel, να υπήρχαν πολιτικές ομάδες στη βόρεια Τουρκία που δραστηριοποιούνταν, πριν από το πραξικόπημα του ’80, γύρω από τον πολιτισμό του Πόντου. Το 1996 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από τον εκδοτικό οίκο Belge, το κλασικό πλέον βιβλίο του Omer Asan, με τίτλο «Pontos Kulturu», δηλαδή «Ο πολιτισμός του Πόντου».
Σήμερα υπάρχουν τέσσερις ελληνόφωνες ομάδες στην Τουρκία: κρητική, ποντιακή, μακεδονική και κυπριακή. Κάθε μία απ’ αυτές έχει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον. Η έκφραση των ομάδων αυτών είναι γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αναδεικνύει μια άγνωστη πλευρά της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας που ολοένα γίνεται και περισσότερο σημαντική. Η δημόσια εμφάνιση των ομάδων αυτών δεν αφορά μόνο την τουρκική κοινωνία, η οποία συνειδητοποιεί αργά τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα, καθώς και τους εθνογενετικούς της μύθους. Αφορά παράλληλα και την ελληνική, γιατί της αποκαλύπτει τον τρόπο συγκρότησης των σύγχρονων εθνικών κρατών στην περιοχή μας και το αδιέξοδο των ενδιάμεσων ομάδων -γέννημα της ιστορίας- οι οποίες υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στο κράτος που είχε ως ιδεολογικό υπόβαθρο, το δικό τους θρησκευτικό δόγμα.
Το τίμημα της γλώσσας άρχιζε από το σχολείοΕλευθερία... Μια αίσθηση που είναι αδύνατο να την εξηγήσει κανείς. Ομως ο καθένας προσπαθεί να την περιγράψει χωρίς να την έχει κατανοήσει καλά. Είναι σαν τη φωτιά, που σε ζεσταίνει και σε καίει ανάλογα με τη χρήση της. Είναι σαν το ριπίδιο, που στη μία άκρη του βρίσκεται η στέρηση που δημιουργεί αγανάκτηση και στην άλλη η κατάχρηση που την υποδαυλίζει ολέθρια.
Ο Πλάτωνας λέει ότι: «Η πολύ ελευθερία στον άνθρωπο και το κράτος μετατρέπεται σε σκλαβιά». Ενώ ο Επίκτητος επαναστατεί κατά του ίδιου του θεού του, λέγοντας: «Μπορείτε να μου περάσετε δεσμά στα πόδια, αλλά όχι στην πίστη μου. Ούτε ο Δίας μπορεί να με νικήσει». Ετσι, επί χιλιάδες χρόνια συναντάμε το αίτημα της ελευθερίας στο γραπτό και προφορικό λόγο, στην ιστορία, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στις παροιμίες, στην κλαγγή των όπλων.
Για μένα η ελευθερία είναι δώρο της Φύσης, που όσο το μοιράζεσαι με τους άλλους, τόσο το χαίρεσαι και ο ίδιος. Οσο το στερείς από τους άλλους, τόσο το στερείσαι και εσύ. Η ανθρωπιά, η φιλία και η αδελφοσύνη μόνο κάτω από συνθήκες ελευθερίας μπορούν να επικρατήσουν. Αν και η ελευθερία πιάνεται και δεσμεύεται, πάλι ελεύθερο θα έρθει στον κόσμο, το κάθε παιδί που γεννιέται. Ετσι και εμείς, όπως όλα τα παιδιά, ελεύθεροι γεννηθήκαμε στο χωριό μας. Σε έναν πανέμορφο οικισμό πάνω στα βουνά. Ενας οικισμός που ανήκει στην κωμόπολη Κατωχώρι της Τραπεζούντας και λέγεται Οτσενα. Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς.
Τα Ρωμαίικα ήταν για μας μέσον έκφρασης του φλερταρίσματος της αλληλεγγύης και βοήθειας, του χαμόγελου και της ευτυχίας. Ηταν δρόμος που μας οδηγούσε στην αγάπη και στον έρωτα. Για πρώτη φορά, στο δημοτικό σχολείο βιώσαμε το πρόβλημα με τη γλώσσα μας. Ο κάθε δάσκαλος που διοριζόταν στο σχολείο μας, απαγόρευε την ομιλία στη μητρική μας. Κάποτε μας εκφόβιζε και κάποτε μας έδερνε για να μη την μιλάμε. Ζητούσε να καταγγείλουμε αυτόν που μιλούσε Ρωμαίικα, αλλά δεν τον ακούγαμε. Συνεχίζαμε να αστειευόμαστε και να παίζουμε, να μαλώνουμε και να τα βρίσκουμε με τη μητρική μας γλώσσα. Με τον καιρό, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα. Ρωτούσαμε τους μεγάλους, τι γλώσσα μαθαίναμε και τι μιλούσαμε. Μάθαμε πως λεγόταν «Τούρκτσε» αυτή που μαθαίναμε και «Ρούμτζε» αυτή που μιλούσαμε. Ομως, στο ερώτημα γιατί μαθαίναμε ενώ μιλούσαμε άλλη γλώσσα, ποτέ δεν υπήρξε ικανοποιητική απάντηση. Αυτό που συχνά επαναφερόταν σαν απάντηση ήταν «με τα Ρωμαίικα άνθρωπος δεν γίνεσαι». Είναι άγνωστο αν μορφωθήκαμε και γίναμε άνθρωποι ή όχι, όμως τελειώνοντας το δημοτικό, γνωριστήκαμε με τα Τουρκικά.
Υποκρινόμενοι σαν χαμαιλέοντεςΜεγαλώνοντας αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα και γενικά για την καταγωγή μας πιο επίμονα. Γιατί μιλούσαμε Ρωμαίικα, σε μία χώρα που μιλάνε Τουρκικά; Ολοένα ξεφύτρωναν στο νου μας διάφορες ερωτήσεις γύρω από το τι ήμασταν, ποιοι ήμασταν και ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας. Ο καθένας προσπαθούσε να πει κάτι. Κάποιοι λέγανε αυτά που είχαν ακούσει από τους γονείς και τους παππούδες τους και κάποιοι βγάζανε τα δικά τους συμπεράσματα. Ομως, κάθε φορά που άνοιγε και έκλεινε το κεφάλαιο αυτό, καταλήγαμε σε μία εκτίμηση, πως πρέπει να έχουμε σχέση με τους Ρωμιούς και φυσικά με την Ελλάδα. Η πιο αναπάντητη ερώτηση που μας τυραννούσε ήταν: είμαστε τα εγγόνια των Ελλήνων, που εξισλαμίσθηκαν ή τα εγγόνια των Τούρκων που μάθανε τα Ρωμαίικα από Ελληνες. Τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν με αυτές τις ερωτήσεις και με τις ανικανοποίητες απαντήσεις.
ΠικρίαΜε τη μητρική μας γλώσσα ζήσαμε προβλήματα και στην ξενιτιά που πήγαμε. Κάθε φορά που μαζευόμασταν και μιλούσαμε Ρωμαίικα με τους χωριανούς μας, η πρώτη ερώτηση αυτών που καταλάβαιναν ότι μιλάμε μία ξένη γλώσσα ήταν «τι γλώσσα μιλάτε;». Οταν τους απαντούσαμε «μιλάμε Ρωμαίικα», δεχόμασταν άλλες ερωτήσεις και διάφορες αντιδράσεις. Ετσι για πρώτη φορά, με τους ανθρώπους που συναντήσαμε στην ξενιτιά, αρχίσαμε πραγματικά να αισθανόμαστε την πικρία της μειονεκτικότητας. Κάθε φορά που γινότανε λόγος για τους Eλληνες, ο ισχυρισμός ότι «οι Ελληνες είναι λαός άναντρος και εχτρός» μας τραυμάτιζε ψυχολογικά. Πληγωνόμασταν με τη σκέψη ότι ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ισχύει και για μας, εφόσον μιλάμε, αν όχι την ίδια, μία άλλη διάλεκτο της ίδιας γλώσσας που μιλάνε και οι Ελληνες. Γι’ αυτό και με τον καιρό, αρχίσαμε να κρύβουμε την αλήθεια και κάθε φορά που μας ρωτούσανε για τη γλώσσα μας, λέγαμε ότι είναι Λαζικά. Γιατί, όταν τους λέγαμε πως είμαστε από τη Μαύρη Θάλασσα, νομίζοντας ότι είμαστε Λαζοί, χαιρόντουσαν.
Τα προβλήματα που ζούσαμε με τη μητρική μας γλώσσα, συμπληρώνονταν με τα έργα που παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση. Οταν βλέπαμε έργα με θέμα πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, ή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, εμείς πληγωνόμασταν. Διότι, όταν βλέπαμε την τραγικοκωμική κατάσταση των Ελλήνων στη σκηνή, ο νους μας μάς έφερνε στο δίλημμα να πάρουμε θέση: με σωστούς, τίμιους, ήρωες Τούρκους, ή με ανίκανους πολεμιστές, δολοπλόκους, ψεύτες και το χειρότερο, με «γκιαούρηδες» τους Ελληνες, όπως παρουσιάζονταν στο έργο. Ελα που η μητρική μας γλώσσα, δεν μας άφηνε. Ηταν εμπόδιο στο να διαλέξουμε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων. Μέσα σε αυτό το δίλημμα, ζούσαμε ψυχικές καταστάσεις που ίσως δεν έχει ζήσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Παρακολουθώντας το έργο, από τη μία υποστηρίζαμε τους ήρωες Τούρκους, από την άλλη μας βασάνιζε μια αίσθηση ανεξήγητης ενοχής. Για να κρύβουμε την κατάσταση μας αυτή, προσπαθούσαμε να δείξουμε περισσότερη χαρά στον ηρωισμό των Τούρκων, διαμορφώνοντας τους μυς του προσώπου μας διαφορετικά από αυτό που σηματοδοτούσε ο εγκέφαλός μας. Σε αυτή την επίδοσή μας, μπορούσαν να μας ζηλέψουν και οι χαμαιλέοντες.
ΣήμεραΣτο σήμερα που φτάσαμε, ο Ελληνόφωνος πληθυσμός του Πόντου, που πιάστηκε στη μέγκενη ανάμεσα στην αγάπη προς τη μητρική του γλώσσα και σε μια καταραμένη ταυτότητα, αδυνατεί πια να αντεπεξέλθει. Ηδη αρκετοί συμπολίτες μας άρχισαν να μαθαίνουν Τουρκικά στα παιδιά τους από τη γέννησή τους. Ακόμη και τα ρατσιστικά λόγια, συνθήματα και οι εθνικιστικές προπαγάνδες που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, κοντεύουν να σβήσουν από την ιστορία έναν ολόκληρο λαό, με έναν πανάρχαιο πολιτισμό. Το να εξαφανίζεται ένας πολιτισμός, ισούται με το να εξαφανίζεται ένας λαός. Ποιος θα πληρώσει μπροστά στην ιστορία γι’ αυτό το έγκλημα δεν ξέρω.
* Ο Vahit Tursu είναι ελληνόφωνος από την περιοχή Οφη Τραπεζούντας. Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal, στις 11 Νοεμβρίου.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΟΚ: Έλληνες εξισλαμισμένοι οι ηγέτες των Οθωμανών!

Το ακόλουθο άρθρο είναι απόσπασμα από πολυσέλιδη ανέκδοτη ιστορική εργασία μου. Κρίνω σκόπιμη τη δημοσίευσή του, στις δύσκολες ώρες που βιώνουμε ως λαός και έθνος, έχοντας την πεποίθηση ότι η γνώση της ιστορίας είναι το καλύτερο «γιατρικό» στην αντιμετώπιση κάθε κρίσης, πολιτικής, πολιτισμικής, εθνικής…
Στέφανος Μυτιληναίος
Ο Μιχαήλ Δούκας αναφέρει, ότι ο Οθωμανός στρατάρχης Χαλίλ, που διορίστηκε σε αυτή τη θέση από τον Μουράτ τον Α΄ (1362-1389) «ήταν Ρωμαίος στην καταγωγή»[1], δηλαδή ήταν κατά πάσα πιθανότητα Έλληνας και μετά απόλυτης βεβαιότητας ελληνόφωνος.
Μετά την οριστική κατάλυση του πελοποννησιακού δεσποτάτου του Μυστρά από τους Οθωμανούς (1460), άρχισαν εχθροπραξίες των Τούρκων εισβολέων με τους Ενετούς (1463), που διατηρούσαν αρκετές σημαντικές κτήσεις στα ελληνικά εδάφη ήδη από την εποχή των σταυροφοριών. Εκείνα τα χρόνια, ως μεγάλος βεζίρης της Υψηλής Πύλης αναφέρεται ο Μαχμούτ Πασάς, ο οποίος ήταν (κατά γενική παραδοχή όλων των ιστορικών) ελληνικής καταγωγής[2].
Ο διάδοχός του στο ίδιο αξίωμα κατά την αποτυχημένη εισβολή του Μωάμεθ του Πορθητή στη Ρόδο το έτος 1467, ο μεγάλος βεζίρης Μεζίχ Παλαιολόγος, από το επώνυμο φαίνεται πως όχι μόνο ήταν ελληνικής καταγωγής αλλά κρατούσε κιόλας «ως εφημίζετο, εκ του ομωνύμου αυτοκρατορικού οίκου»[3]. Ο μεγάλος βεζίρης Μεζίχ Παλαιολόγος ονομαζόταν πριν Μανουήλ, και ήταν ο γιος του τελευταίου δεσπότη του Μυστρά Θωμά και ανιψιός του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου[4].
Επίσης, ο τελευταίος πρωτοβεστιάριος της ποντιακής αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας Γεώργιος Αμοιρούτζης, μετά την συνθηκολόγηση και παράδοση του αυτοκράτορα Δαβίδ το 1461, έγινε μουσουλμάνος και πέρασε στην υπηρεσία του Μωάμεθ του Πορθητή ως αξιωματούχος και λόγιος: «Αυτός ο κατά τα άλλα μορφωμένος και ταλαντούχος Τραπεζούντιος μπορεί να χρησιμέψει σαν υπόδειγμα στρεβλωμένου απ’ τη δουλεία υποκριτή ραγιά. Σε μίαν επιστολή προς τον Βησσαρίωνα θρηνεί πικρά την πτώση της Τραπεζούντας, ο ίδιος όμως αλλαξοπίστησε× εγκωμίαζε το σουλτάνο ως νέο Αχιλλέα και Αλέξανδρο, ως γιο της Ελληνίδας μούσας κι έγραψε γι’ αυτόν ποιήματα στον τύπο των χριστιανικών ύμνων προς την Παναγία»[5].
Ογδόντα χρόνια περίπου μετά, βρίσκουμε στην αυλή του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (δισέγγονου του Μωάμεθ) να διορίζεται κατά το 1523 στο αξίωμα του μεγάλου βεζίρη ο Ιμπραήμ Πασάς, εξισλαμισμένος Έλληνας και αυτός, που ως αιχμάλωτος είχε μεγαλώσει μαζί με τον σουλτάνο στο παλάτι και είχε γίνει ο πιο στενός του φίλος. O Σουλεϊμάν ένα χρόνο μετά το διορισμό του τον πάντρεψε με την αδελφή του, τη Χαλίς[6]. Επίσης, ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας των Οθωμανών Σινάν, γεννημένος το 1497, σε ηλικία 13 ετών είχε στρατολογηθεί αρχικά στο πλαίσιο του «ντεβσιρμέ», δηλαδή του βίαιου ετήσιου παιδομαζώματος προικισμένων χριστιανών (συνήθως ελληνικής καταγωγής) για να εξισλαμιστούν και να πυκνώσουν τις τάξεις των γενιτσάρων. Το έτος 1529, στο στρατηγικής σημασίας κάστρο της Μεθώνης, βρίσκουμε δύο Έλληνες μουσουλμάνους σε καίριες θέσεις. Τον κυρ Καλογιάννη Μεθωναίο ως λιμενάρχη, και τον Ζακυνθινό Νικόλαο Σκανδάλη στη θέση του τελώνη και του διοικητή των πύργων της προκυμαίας.
Αποτέλεσμα της ευρείας αξιοποίησης όλων αυτών των ελληνικής καταγωγής εξισλαμισμένων αξιωματούχων ήταν, η Ελληνική γλώσσα να εκτοπίσει εντελώς την βάρβαρη και ακατέργαστη τουρκική μέσα από το παλάτι. Μάλιστα και ο ίδιος ο σουλτάνος, ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, πέρα από τη φημολογούμενη ελληνική του καταγωγή, ο ίδιος μίλαγε άπταιστα και έγραφε Ελληνικά, ενώ μελετούσε επισταμένα την αρχαία Ελληνική Παιδεία[7]. Έτσι, ήδη από το έτος 1479 σώζονται οθωμανικά διπλωματικά έγγραφα «γεγραμμένα πάντα εν τη Ελληνική», η οποία ήταν «επισήμω τότε γλώσση του Οθωμανικού κράτους»[8].
Κατά την πρώτη λοιπόν περίοδο της τουρκοκρατίας η Ελληνική γλώσσα όχι μόνο δεν αντιμετώπισε κανένα κίνδυνο από τους Οθωμανούς, αλλά απ’ ό,τι βλέπουμε επειδή η άρχουσα τάξη των μουσουλμάνων είχε στελεχωθεί από Έλληνες εξωμότες, εξαιτίας της μόρφωσης και της προηγούμενης κυβερνητικής εμπειρίας τους, πήρε τη θέση της επίσημης διπλωματικής γλώσσας της ισλαμικής αυτοκρατορίας, αλλά και της γλώσσας της σουλτανικής διοίκησης! Με λίγα λόγια, η Ελληνική παρέμεινε ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας σε όλους τους τομείς!
Βεβαίως οι Οθωμανοί (όπως και οι Ρωμαίοι πριν από αυτούς) δεν διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα από κάποια αγάπη προς τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους, αλλά για εντελώς πρακτικούς και πολιτικούς λόγους. Εφόσον τα Ελληνικά ακόμα τότε ομιλούνταν από τη συντριπτική πλειοψηφία όχι μόνο των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου, αλλά και από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία Έλληνες «τουρκεμένοι» και ως τέτοιοι παρέμεναν ελληνόφωνοι. Επίσης, η Ελληνική ήταν απαραίτητη ως διπλωματική γλώσσα με τις αυλές της Δύσης, διότι τα τουρκικά δεν τα γνώριζε και δεν τα αναγνώριζε κανείς.
Παράλληλα, ο Μωάμεθ ο Πορθητής, που είχε γνώση της μακρινής ρωμαίικης του καταγωγής και μάλιστα από την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών όπως μαρτυρεί ο Φραντζής[9], ήθελε να αναγνωριστεί από τις δυτικές αυλές ως γνήσιος Ρωμαίος αυτοκράτωρ, παρά ως Οθωμανός σουλτάνος. Και αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο αν αναλογιστεί επιτέλους κανείς ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε ως παγανιστική, έπειτα έγινε χριστιανική και πλέον θα μπορούσε να γίνει και ισλαμική! Εξάλλου ο Μωάμεθ είχε δώσει στον εαυτό του και τον τίτλο του Καίσαρα!
Η χρήση της Ελληνικής ως μοναδικής επίσημης γλώσσας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διατηρήθηκε και μέχρι τα χρόνια πριν και κατά την Επανάσταση του 1821. Ο Άγγλος λοχαγός William Martin Leake, που περιηγήθηκε την Ελλάδα από το 1804 έως το 1810 ως κατάσκοπος υπέρ των βρετανικών συμφερόντων, φιλοξενήθηκε σε μία στάση του και στο σπίτι του Γιουσούφ αγά Αράπη στο Τεπελένι, από τις 28 Δεκεμβρίου 1804 έως και τις 6 Ιανουαρίου 1805. Η δουλειά του ήταν να παρατηρεί τα πάντα προσεχτικά και να τα αναφέρει με σχολαστικότητα στους προϊσταμένους του. Αναφερόμενος στις συνήθειες του περιβόητου Αλβανού τυράννου της Ηπείρου Αλή Πασά των Ιωαννίνων, επισημαίνει:
«Όλα περνούν από το χέρι του εκτός από την αλληλογραφία. Υπαγορεύει τις επιστολές στον Τούρκο ή Ρωμιό γραμματικό. Το γράψιμό του είναι φριχτό κι’ ακόμα χειρότερη η ελληνική ορθογραφία του. Τα λίγα γράμματα που έμαθε τα ξέχασε γιατί δεν τα χρησιμοποίησε ποτέ, αφού στην οθωμανική Ανατολή κάθε μεγάλος έχει το γραμματικό του. Διάβαζε αραβικά μα δεν δοκίμασε ποτέ να γράψει. Οι συνεννοήσεις του με την Πύλη γίνονται σε ελληνική γλώσσα διαμέσου του αρχιτζοχαντάρη του, του επίσημου δηλαδή αντιπροσώπου του στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και με τους Αρβανίτες του αλληλογραφούσε στα ελληνικά, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις που επιθυμούσε να διαβαστεί η διαταγή του στα αρβανίτικα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις επιστρατεύει τα αρβανίτικα αλλά γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες»[10].
Γι’ αυτό και βλέπουμε όχι μόνο επί τουρκοκρατίας αλλά και κατά την περίοδο της Επανάστασης τους Οθωμανούς αξιωματούχους να συνοδεύονται πάντα από έναν Έλληνα γραμματικό, όπου ορισμένοι από αυτούς τους γραμματικούς λειτουργούσαν και ως άξιοι κατάσκοποι υπέρ των μαχητών της ελευθερίας. Οι Έλληνες γραμματικοί ήταν άκρως απαραίτητοι στους Τούρκους και στους Αλβανούς πασάδες, διότι αυτοί συνέτασσαν την κρατική αλληλογραφία τους, η οποία ήταν γραμμένη στην Ελληνική γλώσσα. Όλες οι αναφορές, τα διατάγματα ακόμα και τα φιρμάνια γράφονταν στην Ελληνική. Οπότε, απορίας άξιον είναι (ρητορικό βεβαίως το ερώτημα) ποια γλώσσα άραγε παινεύεται ότι διέσωσε η Εκκλησία; Την επίσημη κρατική και διπλωματική γλώσσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας;
Η μαρτυρία ενός Διαφωτιστή: Ότι οι Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι δεν ήταν Τούρκοι, αλλά ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί που εξισλαμίστηκαν, ήταν γνωστό και στους πνευματικούς πατέρες του έθνους και της Επανάστασης του 1821. Ένας από αυτούς, ο ξενιτεμένος διαφωτιστής Γρηγόριος Ζαλίκογλου (1776–1827), έγραφε στον πρόλογό του στο «Γαλλοελληνικό Λεξικό» το έτος 1809:
«Οι περί ημάς Τούρκοι καλούμενοι δεν είν’, οι πλείστοι αυτών, απόγονοι των Ελλήνων; δεν είναι αδελφοί μας; δεν είναι Έλληνες; Τω όντι όσα μιλλιώνα αυτών κατοικούσι την σήμερον την Ελλάδα δεν ήλθαν εκ της Ασίας ούτε άλλοθεν· αλλ’ αφού άφησαν την γλώσσαν και το όνομα προγόνων, δεν μετέχουσιν ούτε της ευδοξίας αυτών. Καυχάται την σήμερον ο Αθηναίος δια την φρόνησιν του Θεμιστοκλέους, ο Μακεδών δια την ανδρίαν του Αλεξάνδρου· αλλά τις; και ποίος; όστις  φυλάττει εις το στόμα του και εις την ακοήν του, και την φωνήν εκείνων. Όσοι δεν σώζουσιν εκείνων την γλώσσαν, ούτε τολμώσιν, ούτε φαντάζονται να καυχηθώσιν επί τοιούτοις προγόνοις, όχι διότι επίστευσαν εις το Κοράνι· επειδή ούτε ο Θεμιστοκλής εγνώριζε το Ευαγγέλιον: αλλά διότι δεν έχουσι πλέον την γλώσσαν του»[11].
Εθνικό μας ταυτοτικό στοιχείο είναι μόνο η Ελληνική μας γλώσσα, σύμφωνα με τον Ζαλίκογλου. Άσχετα αν ο ελληνόφωνος πιστεύει στο Κοράνι ή στο Ευαγγέλιο, διότι, όπως έγραψε χαρακτηριστικά, «ούτε ο Θεμιστοκλής εγνώριζε το Ευαγγέλιον».

[1] Μιχαήλ Δούκας, «Βυζαντινοτουρκική Ιστορία», XXVIII. 12, εκδόσεις «Κανάκη», Αθήνα 1997.
[2] Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελίδα 13, Αθήνα 1869, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», Αθήνα 1995.
[3] Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελίδα 30, Αθήνα 1869, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», Αθήνα 1995.
[4] Ο οίκος των Παλαιολόγων χάθηκε με αξιοθρήνητο τρόπο. Ο Δημήτριος (αδελφός του βασιλιά) πέθανε στα 1470, καλόγερος στην Αδριανούπολη. O Θωμάς (ο άλλος αδελφός) πέθανε στη Ρώμη στα 1465. Από τους γιους του ο Μανουήλ πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι απόγονοί του τούρκεψαν και αναδείχτηκαν σε αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης, και ο Ανδρέας στη Ρώμη, όπου πέθανε ξεπεσμένος το 1502. Απ’ τις κόρες του η Ελένη, χήρα του βασιλιά των Σέρβων Λαζάρου, πέθανε καλόγρια στη Λευκάδα, ενώ η Ζωή παντρεύτηκε στα 1472 το μεγάλο δούκα της Ρωσίας Ιβάν Γ΄ τον Τρομερό και έτσι του απένειμε τον τίτλο του Καίσαρα (Τσάρου) και δικαιώματα στο θρόνο της Νέας Ρώμης.
[5] Φέρντιναντ Γκρεγκορόβιους, «Μεσαιωνική Ιστορία των Αθηνών», τέταρτο βιβλίο, κεφάλαιο έβδομο, τόμος τρίτος, σελίδες 427-428, εκδόσεις «Κριτική», Αθήνα 1994.
[6] Τζον Φρίλι, «Κωνσταντινούπολη, Από τον Χριστιανισμό στο Ισλάμ» σελίδα 222, εκδόσεις «Περίπλους», Αθήνα 2001.
[7] «Ο Μωάμεθ υπήρξε ένα άτομο που εμπνεόταν και που τυραννιόταν από τη συνείδηση της ιστορίας. Αν πιστέψουμε τις αναφορές πως διάβαζε τις περιπέτειες του Αλεξάνδρου και την Ιλιάδα, παράλληλα βέβαια με τις ιστορίες και τους θρύλους των παλαιών σουλτάνων και του εθνικού ήρωα των Τούρκων Dede Korkut, πως μιλούσε πέντε γλώσσες, πως συζητούσε για την ελληνιστική φιλοσοφία και πως έγραφε ποιήματα, θα καταλάβουμε πως υπήρχε στην προσωπικότητά του ένα ισχυρό αισθητικό στοιχείο…», Βρασίδας Καραλής, εισαγωγή στην «Ελληνοτουρκική Ιστορία» του Μιχαήλ Δούκα, σελίδα 48, εκδόσεις «Κανάκη», Αθήνα 1997.
[8] Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελίδα 25, Αθήνα 1869, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», Αθήνα 1995.
[9] Σύμφωνα με τον Γεώργιο Φραντζή, «Χρονικόν» Α΄, 20, ο γενάρχης της βασιλικής δυναστείας των Οθωμανών (Οσμανίδων) ήταν ένας ανιψιός του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118-1143). Αυτός, που ονομαζόταν επίσης Ιωάννης, εξαιτίας διαφωνιών του με τον θείο του και αυτοκράτορα αυτομόλησε στους Τούρκους. Αλλαξοπίστησε γινόμενος μουσουλμάνος και πήρε το όνομα Τζελεπής. Παντρεύτηκε την κόρη του αμηρά των βαρβάρων, κάποια Καμερώ, και απέκτησε μαζί της έναν γιο τον Σολιμάν. Ο Σολιμάν γέννησε τον Ερτογρούλ, τον ιδρυτή της δυναστείας των Οσμανίδων και θεμελιωτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και πατέρα του Οσμάν. Με λίγα λόγια, ο Οσμάν ήταν δισέγγονος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) πρίγκιπα Ιωάννη, ανιψιού του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και πρόγονος του Μωάμεθ του Πορθητή! (Γεώργιος Φραντζής, «Χρονικόν», εκδόσεις «Γεωργιάδη», Αθήνα 2001).
[10] Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμος Γ1΄, σελίδα 337, εκδόσεις «Στάχυ», Έκτη Έκδοση, Αθήνα 1999.
[11] Γρηγόριος Ζαλίκογλου, πρόλογος στο «Γαλλοελληνικό Λεξικό», Παρίσι 1809, πηγή: Κ. Θ. Δημαράς, «Ο Κοραής και η εποχή του», σελίδα 292, εκδόσεις: «Ιωάννης Ν. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα 1958.